- Νοήμονες
- Νοήμωνthoughtfulmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοήμονες — νοήμων thoughtful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξωβιολογία — Οι θεωρίες σχετικά με τα έμβια συστήματα που ενδεχομένως υπάρχουν σε άλλους πλανήτες ή στους δορυφόρους τους, στο ηλιακό σύστημα ή σε άλλα πλανητικά συστήματα άλλων αστέρων, τις μεθόδους ανίχνευσής τους και την πιθανή τους μελέτη. Σήμερα,… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek